αγιογραφήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αγιογραφήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγιογραφώ
  2. θα αγιογραφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγιογραφώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αγιογραφήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αγιογράφηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.