αγερωχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγερωχία | οι | αγερωχίες |
| γενική | της | αγερωχίας | των | αγερωχιών |
| αιτιατική | την | αγερωχία | τις | αγερωχίες |
| κλητική | αγερωχία | αγερωχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγερωχία < αρχαία ελληνική ἀγερωχία
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αγερωχία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.