αγγόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγγόνα | οι | αγγόνες |
| γενική | της | αγγόνας | των | αγγονών |
| αιτιατική | την | αγγόνα | τις | αγγόνες |
| κλητική | αγγόνα | αγγόνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.