εγγόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγγόνα | οι | εγγόνες |
| γενική | της | εγγόνας | των | εγγονών |
| αιτιατική | την | εγγόνα | τις | εγγόνες |
| κλητική | εγγόνα | εγγόνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγγόνα < (ελληνιστική κοινή) ἐγγόνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.