αγγουράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγουράκι τα αγγουράκια
      γενική
    αιτιατική το αγγουράκι τα αγγουράκια
     κλητική αγγουράκι αγγουράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγγουράκι, υποκοριστικό του αγγούρι

Ουσιαστικό

αγγουράκι ουδέτερο

  1. μικρό αγγούρι
  2. (οικείο) αγγούρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.