αγγουράκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγγουράκι | τα | αγγουράκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | αγγουράκι | τα | αγγουράκια |
| κλητική | αγγουράκι | αγγουράκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγγουράκι, υποκοριστικό του αγγούρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.