cornichon
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| cornichon | cornichons |
Ουσιαστικό
cornichon (fr) αρσενικό
- το υπόξινο αγγουράκι που κόπηκε πριν μεγαλώσει και διατηρείται σε ξίδι σαν καρύκευμα
- (μεταφορικά) ο ανόητος, ο χαζός, ο βλάκας, ο μπουμπούνας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.