cornichon

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
cornichon cornichons

Ουσιαστικό

cornichon (fr) αρσενικό

  1. το υπόξινο αγγουράκι που κόπηκε πριν μεγαλώσει και διατηρείται σε ξίδι σαν καρύκευμα
  2. (μεταφορικά) ο ανόητος, ο χαζός, ο βλάκας, ο μπουμπούνας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.