αγγλομανία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγλομανία οι αγγλομανίες
      γενική της αγγλομανίας των αγγλομανιών
    αιτιατική την αγγλομανία τις αγγλομανίες
     κλητική αγγλομανία αγγλομανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγγλομανία < αγγλο- + -μανία

Ουσιαστικό

αγγλομανία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.