αγγειοσκόπιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγειοσκόπιο τα αγγειοσκόπια
      γενική του αγγειοσκοπίου
& αγγειοσκόπιου
των αγγειοσκοπίων
    αιτιατική το αγγειοσκόπιο τα αγγειοσκόπια
     κλητική αγγειοσκόπιο αγγειοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγγειοσκόπιο < αγγείο + -σκόπιο

Ουσιαστικό

αγγειοσκόπιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.