αγγειοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγγειοσκόπιο | τα | αγγειοσκόπια |
| γενική | του | αγγειοσκοπίου & αγγειοσκόπιου |
των | αγγειοσκοπίων |
| αιτιατική | το | αγγειοσκόπιο | τα | αγγειοσκόπια |
| κλητική | αγγειοσκόπιο | αγγειοσκόπια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αγγειοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική): ειδική συσκευή - μικροσκόπιο με το οποίο επιχειρείται η αγγειοσκόπηση
Μεταφράσεις
αγγειοσκόπιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.