αγγειοοίδημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγγειοοίδημα | τα | αγγειοοιδήματα |
| γενική | του | αγγειοοιδήματος | των | αγγειοοιδημάτων |
| αιτιατική | το | αγγειοοίδημα | τα | αγγειοοιδήματα |
| κλητική | αγγειοοίδημα | αγγειοοιδήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αγγειοοίδημα ουδέτερο
- (ιατρική) οίδημα που εμφανίζεται από διάφορες αιτίες (συνήθως αλλεργία) με διόγκωση των βλεννογόνων στα χείλη, τη γλώσσα, τα βλέφαρα κ.α. και προκαλεί κνίδωση
- Μία από τις σπάνιες παθήσεις είναι και το κληρονομικό αγγειοοίδημα. Με τον όρο αγγειοοίδημα ονομάζουμε την αιφνίδια και βραχείας διάρκειας διόγκωση του δέρματος και των βλεννογόνων. Το κληρονομικό αγγειοοίδημα αποτελεί μια σπάνια γενετική διαταραχή, η οποία εκτιμάται ότι προσβάλλει 10.000 - 50.000 άτομα στην Ευρώπη, μεταξύ των οποίων και 120 - 200 Έλληνες. (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.