αγαθοπιστία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγαθοπιστία | οι | αγαθοπιστίες |
| γενική | της | αγαθοπιστίας | των | αγαθοπιστιών |
| αιτιατική | την | αγαθοπιστία | τις | αγαθοπιστίες |
| κλητική | αγαθοπιστία | αγαθοπιστίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγαθοπιστία < αγαθόπιστος
Ουσιαστικό
αγαθοπιστία θηλυκό
- η καλοπροαίρετη και αβασάνιστη αποδοχή των λεγομένων, η ευπιστία
- έδειξε τέτοια αγαθοπιστία στη συζήτηση, που ειλικρινά θα μπορούσα να τον πείσω για οτιδήποτε
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.