αβελτερία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αβελτερία | οι | αβελτερίες |
| γενική | της | αβελτερίας | των | αβελτεριών |
| αιτιατική | την | αβελτερία | τις | αβελτερίες |
| κλητική | αβελτερία | αβελτερίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αβελτερία < αρχαία ελληνική ἀβελτερία < ἀβέλτερος < ἀ- + βέλτιον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.