αβανγκαρντιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αβανγκαρντιστής | οι | αβανγκαρντιστές |
| γενική | του | αβανγκαρντιστή | των | αβανγκαρντιστών |
| αιτιατική | τον | αβανγκαρντιστή | τους | αβανγκαρντιστές |
| κλητική | αβανγκαρντιστή | αβανγκαρντιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αβανγκαρντιστής < αβανγκαρντισμός + -ιστής
Ουσιαστικό
αβανγκαρντιστής αρσενικό, θηλυκό αβανγκαρντίστρια
- (πολιτική): ο οπαδός του αβανγκαρτισμού ως κίνημα αμφισβήτησης παγιωμένων αρχών - ιδεών
- αντισυστημικός
Μεταφράσεις
αβανγκαρντιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.