ήχηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ήχηση οι ηχήσεις
      γενική της ήχησης* των ηχήσεων
    αιτιατική την ήχηση τις ηχήσεις
     κλητική ήχηση ηχήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηχήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ήχηση < ηχώ + -ση

Ουσιαστικό

ήχηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.