ήσσων
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ήσσων < αρχαία ελληνική ἥσσων
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.son/ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
Ομώνυμα / Ομόηχα
Επίθετο
ήσσων, -ων, -ον και ήττων, -ων, -ον
- μικρότερος, λιγότερο σημαντικός, υποδεέστερος
- είναι άνθρωπος της ήσσονος προσπαθείας
- ένα ζήτημα ήσσονος σημασίας, ένα ήσσον ζήτημα
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.