ίσον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ίσον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ίσος

Ουσιαστικό

ίσον ουδέτερο

  1. το γραπτό σημείο (=) το οποίο δηλώνει ότι αυτό που προηγείται του σημείου ισούται με αυτό που ακολουθεί
  2. (μαθηματικά) προφορική έκφραση του συμβόλου της ισότητας που αντιστοιχεί στα: ισούται με το, είναι ίσο με το
    δύο συν δύο ίσον τέσσερα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.