έξαρμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έξαρμα τα εξάρματα
      γενική του εξάρματος των εξαρμάτων
    αιτιατική το έξαρμα τα εξάρματα
     κλητική έξαρμα εξάρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έξαρμα < ελληνιστική κοινή ἔξαρμα (εξόγκωμα) < αρχαία ελληνική ἔξαρμα (σήκωμα) < ἐξαίρω

Ουσιαστικό

έξαρμα ουδέτερο

  1. επιφανειακή προεξοχή
     συνώνυμα: το εξόγκωμα
     αντώνυμα: το βαθούλωμα
  2. (γεωλογία) εδαφική προεξοχή
     συνώνυμα: η έξαρση
     αντώνυμα: το λάκκωμα, το έγκοιλο, ο λάκκος, ο βούθουλας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.