έκθεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | έκθεμα | τα | εκθέματα |
| γενική | του | εκθέματος | των | εκθεμάτων |
| αιτιατική | το | έκθεμα | τα | εκθέματα |
| κλητική | έκθεμα | εκθέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έκθεμα < Αντικείμενο που παρουσιάζεται σε κοινή θέα >
Ουσιαστικό
έκθεμα ουδέτερο
- καθένα από τα αντικείμενα που συμπεριλαμβάνονται σε έκθεση, που παρουσιάζονται για παρατήρηση ή/και μελέτη σε χώρο προσβάσιμο από το κοινό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.