άχτι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άχτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ahd, ahid (όρκος, υπόσχεση)[1] < αραβική عهِد (ahd)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.xti/
Εκφράσεις
- βγάζω το άχτι μου: εκδικούμαι
- τον έχω άχτι: τον μισώ, τον αντιπαθώ
Μεταφράσεις
- άχτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.