άστειφτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άστειφτος η άστειφτη το άστειφτο
      γενική του άστειφτου της άστειφτης του άστειφτου
    αιτιατική τον άστειφτο την άστειφτη το άστειφτο
     κλητική άστειφτε άστειφτη άστειφτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άστειφτοι οι άστειφτες τα άστειφτα
      γενική των άστειφτων των άστειφτων των άστειφτων
    αιτιατική τους άστειφτους τις άστειφτες τα άστειφτα
     κλητική άστειφτοι άστειφτες άστειφτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άστειφτος < ελληνιστική κοινή ἄστειπτος[1], ἄστιπτος με [pt] > [ft] όπως άστυφτος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.sti.ftos/

Επίθετο

άστειφτος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.