άρπυια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άρπυια οι άρπυιες
      γενική της άρπυιας των αρπυιών
    αιτιατική την άρπυια τις άρπυιες
     κλητική άρπυια άρπυιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άρπυια < αρχαία ελληνική Ἅρπυιαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁rep- ή προελληνική [1]

Ουσιαστικό

άρπυια θηλυκό

  1. (πτηνό) ημερόβιο αρπακτικό πτηνό της οικογενείας των Αετιδών, που απαντά αποκλειστικά στη Νότιο Αμερική
  2. (ελληνική μυθολογία) ένα από τα θηλυκά τέρατα με μορφή πουλιών με κεφάλι γυναίκας, κόρες του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και αδελφές της, αγγελιαφόρου των θεών, θεάς Ίριδας

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.