άρπυια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άρπυια | οι | άρπυιες |
| γενική | της | άρπυιας | των | αρπυιών |
| αιτιατική | την | άρπυια | τις | άρπυιες |
| κλητική | άρπυια | άρπυιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

άρπυια(1)
Ετυμολογία
- άρπυια < αρχαία ελληνική Ἅρπυιαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁rep- ή προελληνική [1]
Ουσιαστικό
άρπυια θηλυκό
-
άρπυια στη Βικιπαίδεια

-
Άρπυιες στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Μεταφράσεις
άρπυια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.