άναντρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άναντρος | η | άναντρη | το | άναντρο |
| γενική | του | άναντρου | της | άναντρης | του | άναντρου |
| αιτιατική | τον | άναντρο | την | άναντρη | το | άναντρο |
| κλητική | άναντρε | άναντρη | άναντρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άναντροι | οι | άναντρες | τα | άναντρα |
| γενική | των | άναντρων | των | άναντρων | των | άναντρων |
| αιτιατική | τους | άναντρους | τις | άναντρες | τα | άναντρα |
| κλητική | άναντροι | άναντρες | άναντρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άναντρος < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
άναντρος
|
→ δείτε τη λέξη άνανδρος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.