ἀμβλύνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἀμβλύνω | ἀμβλύνομαι |
| Παρατατικός | ||
| Μέλλοντας | ἀμβλυνῶ | ἀμβλυνοῦμαι και ἀμβλυνθήσομαι (παθ) |
| Αόριστος | ἤμβλυνα | ἠμβλύνθην |
| Παρακείμενος | ἤμβλυμμαι | |
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- ἀμβλύνω < ἀμβλύς + -νω
Ρήμα
ἀμβλύνω
- κόβω αιχμηρά άκρα
- κάνω αμβλεία μια γωνία, ανοίγω, πλαταίνω
- καὶ ἀμβλύνει τὸν ῥοῦν (ο ποταμός)
- αμβλύνω, κάνω κάτι λιγότερο οξύ, ηπιότερο, λιγότερο έντονο, μειώνω, αποδυναμώνω
- ἀμβλύνας τό ἄλγος/ τον θυμόν / τας ξυμφοράς / τον ἄκρατον (το κρασί) / οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ ὁρᾶν / ὀδόντας / νοῦσον (ασθένεια)
- ἀμβλύνομαι και συνηθέστερα ἀπαμβλύνομαι: γίνομαι μαλθακός, αδύναμος
Συγγενικά
- ἀμβλύς
- ἄμβλωσις-εως
- ἀμβλύτης-ύτητος
- ἄμβλυνσις-εως
- ἀμβλυώσσω ἀμβλυώττω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.