Ψαρρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ψαρρός | οι | Ψαρροί |
| γενική | του | Ψαρρού | των | Ψαρρών |
| αιτιατική | τον | Ψαρρό | τους | Ψαρρούς |
| κλητική | Ψαρρέ | Ψαρροί | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ψαρρός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /psaˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ψαρ‐ρός
Συγγενικά
-
Δημήτριος Ψαρρός στη Βικιπαίδεια
(1893-1944), Έλληνας στρατιωτικός
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Псаррос
- λατινικοί χαρακτήρες: Psarros
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.