Ψαθοχώρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Ψαθοχώρι | τα | Ψαθοχώρια |
| γενική | του | Ψαθοχωρίου | των | Ψαθοχωρίων |
| αιτιατική | το | Ψαθοχώρι | τα | Ψαθοχώρια |
| κλητική | Ψαθοχώρι | Ψαθοχώρια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ψαθοχώρι < ψαθοχώρι
Προφορά
- ΔΦΑ : /psa.θoˈxo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ψα‐θο‐χώ‐ρι
-
Ψαθοχώρι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.