Φτελιώτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Φτελιώτης οι Φτελιώτες
      γενική του Φτελιώτη των Φτελιωτών
    αιτιατική τον Φτελιώτη τους Φτελιώτες
     κλητική Φτελιώτη Φτελιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Φτελιώτης < Φτελ(ιά) + -ιώτης

Προφορά

ΔΦΑ : /fteˈʎo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φτελιώτης

Κύριο όνομα

Φτελιώτης αρσενικό (θηλυκό Φτελιώτισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.