Τσομπανόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τσομπανόπουλος | οι | Τσομπανόπουλοι & Τσομπανοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Τσομπανόπουλου & Τσομπανοπούλου |
των | Τσομπανόπουλων2 & Τσομπανοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Τσομπανόπουλο | τους | Τσομπανόπουλους3 & Τσομπανοπουλαίους |
| κλητική | Τσομπανόπουλε | Τσομπανόπουλοι & Τσομπανοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Τσομπανοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Τσομπανοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τσομπανόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /tsom.baˈno.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσο‐μπα‐νό‐που‐λος
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Tsompanopoulos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.