Τλούπας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τλούπας | οι | Τλούπες & Τλουπαίοι |
| γενική | του | Τλούπα | των | — Τλουπαίων |
| αιτιατική | τον | Τλούπα | τους | Τλούπες & Τλουπαίοι |
| κλητική | Τλούπα | Τλούπες & Τλουπαίοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σίνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Τάκης Τλούπας (1920-2020) στη βιβλιοnet, Έλληνας φωτογράφος
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Тлупас
- λατινικοί χαρακτήρες: Tloupas
Αναφορές
- Βλ. Αγαπητός Τσοπανάκης, «Αγκλόπα > τολύπη», στο συλλογικό τόμο: Αντίχαρη. Αφιέρωμα στον καθηγητή Σταμάτη Καρατζά (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1984), σσ. 473-474.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.