Τλούπας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τλούπας οι Τλούπες
& Τλουπαίοι
      γενική του Τλούπα των
Τλουπαίων
    αιτιατική τον Τλούπα τους Τλούπες
& Τλουπαίοι
     κλητική Τλούπα Τλούπες
& Τλουπαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σίνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τλούπας < τλούπα (< τουλούπα) [1]

Κύριο όνομα

Τλούπας αρσενικό (θηλυκό Τλούπα)

Συγγενικά

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. Βλ. Αγαπητός Τσοπανάκης, «Αγκλόπα > τολύπη», στο συλλογικό τόμο: Αντίχαρη. Αφιέρωμα στον καθηγητή Σταμάτη Καρατζά (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1984), σσ. 473-474.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.