τολύπη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τολύπη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τολύπη

Ουσιαστικό

τολύπη θηλυκό

  • (λόγιο) τουλούπα, τούφα από κατεργασμένο μαλλί ή βαμβάκι

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τολύπη αἱ τολύπαι
      γενική τῆς τολύπης τῶν τολυπῶν
      δοτική τῇ τολύπ ταῖς τολύπαις
    αιτιατική τὴν τολύπην τὰς τολύπᾱς
     κλητική ! τολύπη τολύπαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τολύπ
γεν-δοτ τοῖν  τολύπαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.