Σύδενδρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Σύδενδρο | τα | Σύδενδρα |
| γενική | του | Σύδενδρου | των | Σύδενδρων |
| αιτιατική | το | Σύδενδρο | τα | Σύδενδρα |
| κλητική | Σύδενδρο | Σύδενδρα | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σύδενδρο < καθαρεύουσα Σύδενδρον. → δείτε και τη λέξη σύδενδρο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsi.ðen.ðɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σύ‐δεν‐δρο
- Κορίκιστα (πρώην ονομασία)
-
Καταβόθρα Ευρυτανίας στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- ΦΕΚ Α 193, 20 Σεπτεμβρίου 1928 (λήψη αρχείου PDF)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.