Κορίκιστα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κορίκιστα
      γενική της Κορίκιστας
    αιτιατική την Κορίκιστα
     κλητική Κορίκιστα
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κορίκιστα < σλαβικής προέλευσης *koryto (σκάφη) + -ište (περιεκτική κατάληξη)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈɾi.ci.sta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κορίκιστα

Κύριο όνομα

Κορίκιστα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.