Κορίκιστα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κορίκιστα | ||
| γενική | της | Κορίκιστας | ||
| αιτιατική | την | Κορίκιστα | ||
| κλητική | Κορίκιστα | |||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κορίκιστα < σλαβικής προέλευσης *koryto (σκάφη) + -ište (περιεκτική κατάληξη)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈɾi.ci.sta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐ρί‐κι‐στα
Κύριο όνομα
Κορίκιστα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (παρωχημένο) χωριό της Ευρυτανίας, πρώην ονομασία του χωριού Σύδενδρο, νυν Κορίκιστα[2]
Αναφορές
- Ζαροδήμος, Γιώργος (2020). Τοπωνυμικά Ευρυτανίας: Τα οικωνύμια του Δήμου Καρπενησίου. Αθήνα: χ.ε.. σελ. 15. https://www.academia.edu/45022075/%CE%A4%CE%BF%CF%80%CF%89%CE%BD%CF%85%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AC_%CE%95%CF%85%CF%81%CF%85%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82.
- ΦΕΚ Α 81, 14 Μαΐου 1928 (λήψη αρχείου PDF)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.