Στρατηγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Στρατηγός οι Στρατηγοί
      γενική του Στρατηγού των Στρατηγών
    αιτιατική τον Στρατηγό τους Στρατηγούς
     κλητική Στρατηγέ Στρατηγοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Στρατηγός < στρατηγός

Προφορά

ΔΦΑ : /stɾa.tiˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στρατηγός

Κύριο όνομα

Στρατηγός αρσενικό (θηλυκό Στρατηγού)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.