Στραβοπόδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Στραβοπόδης | οι | Στραβοπόδηδες |
| γενική | του | Στραβοπόδη | των | Στραβοπόδηδων |
| αιτιατική | τον | Στραβοπόδη | τους | Στραβοπόδηδες |
| κλητική | Στραβοπόδη | Στραβοπόδηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Στραβοπόδης < στραβοπόδης
Προφορά
- ΔΦΑ : /stɾa.voˈpo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στρα‐βο‐πό‐δης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Stravopodis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.