Σριλανκέζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σριλανκέζος | οι | Σριλανκέζοι |
| γενική | του | Σριλανκέζου | των | Σριλανκέζων |
| αιτιατική | τον | Σριλανκέζο | τους | Σριλανκέζους |
| κλητική | Σριλανκέζε | Σριλανκέζοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Σριλανκέζος αρσενικό (θηλυκό Σριλανκέζα)
- κάτοικος της Σρι Λάνκας
- ※ Και ξαφνικά, πέρυσι, ένας άλλος Σριλανκέζος συγγραφέας με δύσκολο όνομα (είδα κι έπαθα μέχρι να συνηθίσω πού μπαίνει ο τόνος), ο Σέχαν Καρουνατίλακα, κέρδισε το Booker με το μυθιστόρημα «Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα». (www.lifo.gr)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.