Σριλανκέζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σριλανκέζα | οι | Σριλανκέζες |
| γενική | της | Σριλανκέζας | των | Σριλανκεζών |
| αιτιατική | τη | Σριλανκέζα | τις | Σριλανκέζες |
| κλητική | Σριλανκέζα | Σριλανκέζες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σριλανκέζα < Σριλανκέζος + -α
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.