Σιγδιτσιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σιγδιτσιώτισσα οι Σιγδιτσιώτισσες
      γενική της Σιγδιτσιώτισσας των Σιγδιτσιωτισσών
    αιτιατική τη Σιγδιτσιώτισσα τις Σιγδιτσιώτισσες
     κλητική Σιγδιτσιώτισσα Σιγδιτσιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σιγδιτσιώτισσα < Σιγδιτσιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /si.ɣðiˈt͡sço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σιγδιτσιώτισσα

Κύριο όνομα

Σιγδιτσιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σιγδιτσιώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.