Σενεγαλέζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σενεγαλέζος | οι | Σενεγαλέζοι |
| γενική | του | Σενεγαλέζου | των | Σενεγαλέζων |
| αιτιατική | τον | Σενεγαλέζο | τους | Σενεγαλέζους |
| κλητική | Σενεγαλέζε | Σενεγαλέζοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σενεγαλέζος < Σενεγάλ(η) + -έζος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
Σενεγαλέζος αρσενικό (θηλυκό Σενεγαλέζα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τη Σενεγάλη ή έχει σενεγαλική υπηκοότητα
Μεταφράσεις
Σενεγαλέζος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.