Σελλά

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /seˈla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σελλά

Ετυμολογία 1

Σελλά < σλαβικής προέλευσης *sela (χωριά)[1]

Κύριο όνομα

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Σελλά
      γενική των Σελλών
    αιτιατική τα Σελλά
     κλητική Σελλά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Σελλά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Σελλά < γενική ενικού του αρσενικού Σελλάς

Κύριο όνομα

Σελλά θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές


Ετυμολογία 3

Σελλά: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Σελλά αρσενικό


Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.