Σελλά
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /seˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σελ‐λά
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Σελλά | ||
| γενική | των | Σελλών | ||
| αιτιατική | τα | Σελλά | ||
| κλητική | Σελλά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Σελλά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
-
Σελλά στη Βικιπαίδεια

Ετυμολογία 2
- Σελλά < γενική ενικού του αρσενικού Σελλάς
Ετυμολογία 3
- Σελλά: κλιτικός τύπος
Αναφορές
- Ζαροδήμος, Γιώργος (2020). Τοπωνυμικά Ευρυτανίας: Τα οικωνύμια του Δήμου Καρπενησίου. Αθήνα: χ.ε.. σελ. 22. https://www.academia.edu/45022075/Τοπωνυμικά_Ευρυτανίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.