Σαλαμιναφέτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Σαλαμιναφέτης οἱ Σαλαμιναφέται
      γενική τοῦ Σαλαμιναφέτου τῶν Σαλαμιναφετῶν
      δοτική τῷ Σαλαμιναφέτ τοῖς Σαλαμιναφέταις
    αιτιατική τὸν Σαλαμιναφέτην τοὺς Σαλαμιναφέτᾱς
     κλητική ! Σαλαμιναφέτ Σαλαμιναφέται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Σαλαμιναφέτ
γεν-δοτ τοῖν  Σαλαμιναφέταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σαλαμιναφέτης < Σαλαμίς + ἀφέτης

Ουσιαστικό

Σαλαμιναφέτης αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.