Σαλαμιναφέτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Σαλαμιναφέτης | οἱ | Σαλαμιναφέται |
| γενική | τοῦ | Σαλαμιναφέτου | τῶν | Σαλαμιναφετῶν |
| δοτική | τῷ | Σαλαμιναφέτῃ | τοῖς | Σαλαμιναφέταις |
| αιτιατική | τὸν | Σαλαμιναφέτην | τοὺς | Σαλαμιναφέτᾱς |
| κλητική ὦ! | Σαλαμιναφέτᾰ | Σαλαμιναφέται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Σαλαμιναφέτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Σαλαμιναφέταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σαλαμιναφέτης < Σαλαμίς + ἀφέτης
Πηγές
- Σαλαμιναφέτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Σαλαμιναφέτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.