Ρωξάνδρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ρωξάνδρα | οι | Ρωξάνδρες |
| γενική | της | Ρωξάνδρας | — | |
| αιτιατική | τη | Ρωξάνδρα | τις | Ρωξάνδρες |
| κλητική | Ρωξάνδρα | Ρωξάνδρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-
Ρωξάνδρα Στούρτζα στη Βικιπαίδεια
, συγγραφέας και φιλελληνίδα (1786-1844)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.