Ρουβίκωνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ρουβίκωνας | οι | Ρουβίκωνες |
| γενική | του | Ρουβίκωνα | των | Ρουβικώνων |
| αιτιατική | τον | Ρουβίκωνα | τους | Ρουβίκωνες |
| κλητική | Ρουβίκωνα | Ρουβίκωνες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
H θέση της αρχαίας κοίτης του Ρουβίκωνα στον χάρτη της Ιταλίας.
Ετυμολογία
- Ρουβίκωνας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ῥουβίκων < λατινική Rubico
Κύριο όνομα
Ρουβίκωνας αρσενικό
- ποταμός της Ιταλίας, γνωστός από τη διάβασή του σε κρίσιμη στιγμή απόφασης από τον Ιούλιο Καίσαρα το 49 πΚΕ, συνδέοντάς τον με τη φράση του iacta alea est
- ※ ο Ιούλιος Καίσαρ είχε ταλαντευθεί μπροστά στον ποταμό Ρουβίκωνα (Αλέξανδρος Λ. Ζαούσης, Οι δυο όχθες, 1939-1945: μια προσπάθεια για εθνική συμφιλίωση, τόμος 2, τεύχος 1, Εκδ. Παπαζήση, 1987, σελ. 532)
Σημειώσεις
- γνωστός έως το 1933 ως Fiumicino, οπότε και αναγνωρίστηκε η θέση του αρχαίου ποταμού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.