Ρηνιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ρηνιώ < Ειρήνη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾiˈɲo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρη‐νιώ
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ρηνιώ | ||
| γενική | της | Ρηνιώς | ||
| αιτιατική | τη | Ρηνιώ | ||
| κλητική | Ρηνιώ | |||
| Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ρηνιώ θηλυκό
Κύριο όνομα
Ρηνιώ ουδέτερο
- γυναικείο όνομα, άλλη γραφή του Ρηνιό
- ※ Εγώ θέλω να φορώ καλίκωση κάθε μέρα και να πηγαίνω και στην εκκλησία την Κυριακή καλικωμένη, επέμενε το Ρηνιώ, αδιάφορο για τις δυσκολίες της μάνας της να της εξασφαλίσει καινούρια ξυλοφελουκάκια, που φορούσαν τότε-όσα φορούσαν-τα μικρά παιδιά. (Ειρήνης Ταχατάκη, Πουλιέται, προδημοσίευση, Αγγελοπατημασιές στον Πάσπαρο, εφημερίδα Πατρίς, 03/01/2006, )
Μεταφράσεις
Ρηνιώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.