καλίκωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλίκωση οι καλικώσεις
      γενική της καλίκωσης των καλικώσεων
    αιτιατική την καλίκωση τις καλικώσεις
     κλητική καλίκωση καλικώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλίκωση < καλικώνω (βάζω παπούτσια)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

καλίκωση θηλυκό

  • (κρητικά) υπόδηση, παπούτσια
      Εγώ θέλω να φορώ καλίκωση κάθε μέρα και να πηγαίνω και στην εκκλησία την Κυριακή καλικωμένη, επέμενε το Ρηνιώ, αδιάφορο για τις δυσκολίες της μάνας της να της εξασφαλίσει καινούρια ξυλοφελουκάκια, που φορούσαν τότε-όσα φορούσαν-τα μικρά παιδιά. (Ειρήνης Ταχατάκη, Πουλιέται, προδημοσίευση, Αγγελοπατημασιές στον Πάσπαρο, εφημερίδα Πατρίς, 03/01/2006, )
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.