Πρίσκιλλα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Πρίσκιλλα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Πρίσκιλλα < λατινική Priscilla
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Πρίσκιλλᾰ | αἱ | Πρίσκιλλαι | ||||
| γενική | τῆς | Πρισκίλλης | τῶν | Πρισκιλλῶν | ||||
| δοτική | τῇ | Πρισκίλλῃ | ταῖς | Πρισκίλλαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | Πρίσκιλλᾰν | τὰς | Πρισκίλλᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | Πρίσκιλλᾰ | Πρίσκιλλαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πρισκίλλᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Πρισκίλλαιν | ||||||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Πρίσκιλλα < (άμεσο δάνειο) λατινική Priscilla → δείτε τη λέξη priscus
Κύριο όνομα
Πρίσκιλλα θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) γυναικείο όνομα [1]
- ※ 1ος αιώνας κε ⌘ Καινή Διαθήκη, Πράξεις των Αποστόλων, 18.18. στη Βικιθήκη
- Ὁ δὲ Παῦλος ἔτι προσμείνας ἡμέρας ἱκανὰς τοῖς ἀδελφοῖς ἀποταξάμενος ἐξέπλει εἰς τὴν Συρίαν, καὶ σὺν αὐτῷ Πρίσκιλλα καὶ Ἀκύλας, κειράμενος ἐν Κενχρεαῖς τὴν κεφαλήν, εἶχεν γὰρ εὐχήν.
- → δείτε και τη λέξη Πρίσκος
- ※ 1ος αιώνας κε ⌘ Καινή Διαθήκη, Πράξεις των Αποστόλων, 18.18. στη Βικιθήκη
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.