Πρίσκιλλα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Πρίσκιλλα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Πρίσκιλλα < λατινική Priscilla

Κύριο όνομα

Πρίσκιλλα θηλυκό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πρίσκιλλ αἱ Πρίσκιλλαι
      γενική τῆς Πρισκίλλης τῶν Πρισκιλλῶν
      δοτική τῇ Πρισκίλλ ταῖς Πρισκίλλαις
    αιτιατική τὴν Πρίσκιλλᾰν τὰς Πρισκίλλᾱς
     κλητική ! Πρίσκιλλ Πρίσκιλλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πρισκίλλ
γεν-δοτ τοῖν  Πρισκίλλαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πρίσκιλλα < (άμεσο δάνειο) λατινική Priscilla  δείτε τη λέξη priscus

Κύριο όνομα

Πρίσκιλλα θηλυκό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.