Ἀκύλας

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀκύλᾱς οἱ ...?...αι
      γενική τοῦ Ἀκύλου τῶν Ἀκυλῶν
      δοτική τῷ Ἀκύλ τοῖς Ἀκύλαις
    αιτιατική τὸν Ἀκύλᾱν τοὺς Ἀκύλᾱς
     κλητική ! Ἀκύλ ...?...αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀκύλ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀκύλαιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀκύλας (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) λατινική Aquila < aquila (αετός)

Κύριο όνομα

Ἀκύλας αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.