Ἀκύλας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἀκύλᾱς | οἱ | ...?...αι | ||||
| γενική | τοῦ | Ἀκύλου | τῶν | Ἀκυλῶν | ||||
| δοτική | τῷ | Ἀκύλᾳ | τοῖς | Ἀκύλαις | ||||
| αιτιατική | τὸν | Ἀκύλᾱν | τοὺς | Ἀκύλᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | Ἀκύλᾱ | ...?...αι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀκύλᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀκύλαιν | ||||||
| Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού. | ||||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Ἀκύλας (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) λατινική Aquila < aquila (αετός)
Κύριο όνομα
Ἀκύλας αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) ανδρικό όνομα
- ※ 1ος αιώνας κε ⌘ Καινή Διαθήκη, Πράξεις των Αποστόλων, 18.18. στη Βικιθήκη
- Ὁ δὲ Παῦλος ἔτι προσμείνας ἡμέρας ἱκανὰς τοῖς ἀδελφοῖς ἀποταξάμενος ἐξέπλει εἰς τὴν Συρίαν, καὶ σὺν αὐτῷ Πρίσκιλλα καὶ Ἀκύλας, κειράμενος ἐν Κενχρεαῖς τὴν κεφαλήν, εἶχεν γὰρ εὐχήν.
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Ωριγένης, Επιστολή προς Αφρικανόν (Epistula ad Africanum), edit Westenii, σελ.224
- Οὒτω γάρ Ἀκύλας δουλεύων τῇ Εβραϊκῇ λέξει ἐκδέδωκεν εἰπών
- ※ 1ος αιώνας κε ⌘ Καινή Διαθήκη, Πράξεις των Αποστόλων, 18.18. στη Βικιθήκη
Πηγές
- Ἀκύλας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.