Πορφυροῦσα
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Πορφυροῦσᾰ | αἱ | Πορφυροῦσαι |
| γενική | τῆς | Πορφυρούσης | τῶν | Πορφυρουσῶν |
| δοτική | τῇ | Πορφυρούσῃ | ταῖς | Πορφυρούσαις |
| αιτιατική | τὴν | Πορφυροῦσᾰν | τὰς | Πορφυρούσᾱς |
| κλητική ὦ! | Πορφυροῦσᾰ | Πορφυροῦσαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πορφυρούσᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Πορφυρούσαιν | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Πορφυροῦσα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)?
- νησί της Ελλάδας, τα Κύθηρα
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαί εὶς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα, 1024 Τόμος 2, σελ.277 books.google
Κύθηρα δὲ ἐν οὐδετέρῳ γένει νῆσος πρὸς τῇ Κρήτῃ, ὥς φησιν ὁ γράψας τὰ Ἐθνικά, ἥ ποτε καὶ Πορφυροῦσα, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ ἐγράφη, διὰ τὸ καλλίστας φέρειν πorφύρας.- Σχολιάζει τα Εθνικά του Στέφανου Βυζάντιου του 5ου αιώνα. Δεν προσδιορίζει («ἀλλαχοῦ») την πηγή του ονόματος «Πορφυροῦσα»). Επίσης, δείτε τον Κατάλογο (1828, επιμελητής Gottfried Stallbaum) σελ.396@books.google
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαί εὶς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα, 1024 Τόμος 2, σελ.277 books.google
Αναφορές
- Σχόλιο με παραπομπή στον Ευστάθιο σε έκδοση κειμένου του Στέφανου Βυζάντιου, Εθνικά, (Λειψία: Kuehn, 1825), σελ. 940)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.