Πορτογαλίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Πορτογαλίδα | οι | Πορτογαλίδες |
| γενική | της | Πορτογαλίδας | των | Πορτογαλίδων |
| αιτιατική | την | Πορτογαλίδα | τις | Πορτογαλίδες |
| κλητική | Πορτογαλίδα | Πορτογαλίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πορτογαλίδα < Πορτογάλ(ος) + -ίδα
- Πορτογαλέζα (οικείο)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις Πορτογάλος και Πορτογαλία
Μεταφράσεις
Πορτογαλίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.