Πιερ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Πιερ < μεταγραφή για τη γαλλική Pierre

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpçeɾ/

Μεταγραφή

Πιερ άκλιτο

  1. γαλλικό ανδρικό όνομα, αντίστοιχο του Πέτρος
  2. γαλλικό επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)

Σύνθετα

  • Ζαν-Πιερ
  • Πιερ-Πολ / Πιερ-Πωλ

Συγγενικά

Σημειώσεις

γνωστοί Πιερ:

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.