Πιέρο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- Πιέρο < μεταγραφή για την ιταλική Piero
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpçe.ɾο/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πιέ‐ρο
Μεταγραφή
Πιέρο αρσενικό, άκλιτο
-
Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα (Piero della Francesca) στη Βικιπαίδεια
(1412-1492), Ιταλός ζωγράφος - Πιέτρο
- Πιερ
Ετυμολογία 2
- Πιέρο < κλιτικός τύπος
Ομώνυμα / Ομόηχα
Παρώνυμα
- Πίερο
- Πιερό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.