Περικλῆς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Περικλεεσ-
ονομαστική Περικλέης   > Περικλῆς οἱ Περικλέες   > Περικλεῖς
      γενική τοῦ Περικλέους   Περικλέους τῶν Περικλέων   Περικλέων
      δοτική τῷ Περικλέει    > Περικλεῖ τοῖς Περικλέεσ >
    αιτιατική τὸν Περικλέ    Περικλέα
  & σπανίως > Περικλ
τοὺς Περικλέᾱς   > Περικλεῖς
     κλητική ! Περίκλεες   > Περίκλεις Περικλέες   > Περικλεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Περίκλεε   >
γεν-δοτ τοῖν  Περικλέοιν >
3η κλίση, ομάδα 'Περικλέης Περικλῆς', Κατηγορία 'Περικλῆς' όπως «Περικλῆς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Περικλῆς < περι- + -κλῆς (που περιβάλλεται από κλέος)

Κύριο όνομα

Περικλῆς αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.