Πειραϊκός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία 1
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Πειραϊκός | ἡ | Πειραϊκή | τὸ | Πειραϊκόν |
| γενική | τοῦ | Πειραϊκοῦ | τῆς | Πειραϊκῆς | τοῦ | Πειραϊκοῦ |
| δοτική | τῷ | Πειραϊκῷ | τῇ | Πειραϊκῇ | τῷ | Πειραϊκῷ |
| αιτιατική | τὸν | Πειραϊκόν | τὴν | Πειραϊκήν | τὸ | Πειραϊκόν |
| κλητική ὦ! | Πειραϊκέ | Πειραϊκή | Πειραϊκόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Πειραϊκοί | αἱ | Πειραϊκαί | τὰ | Πειραϊκᾰ́ |
| γενική | τῶν | Πειραϊκῶν | τῶν | Πειραϊκῶν | τῶν | Πειραϊκῶν |
| δοτική | τοῖς | Πειραϊκοῖς | ταῖς | Πειραϊκαῖς | τοῖς | Πειραϊκοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | Πειραϊκούς | τὰς | Πειραϊκᾱ́ς | τὰ | Πειραϊκᾰ́ |
| κλητική ὦ! | Πειραϊκοί | Πειραϊκαί | Πειραϊκᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πειραϊκώ | τὼ | Πειραϊκᾱ́ | τὼ | Πειραϊκώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | Πειραϊκοῖν | τοῖν | Πειραϊκαῖν | τοῖν | Πειραϊκοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- Πειραϊκός < Πειρα(εύς) + -ικός
Πηγές
- Πειραιεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Πειραϊκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Πειραϊκός | οἱ | Πειραϊκοί |
| γενική | τοῦ | Πειραϊκοῦ | τῶν | Πειραϊκῶν |
| δοτική | τῷ | Πειραϊκῷ | τοῖς | Πειραϊκοῖς |
| αιτιατική | τὸν | Πειραϊκόν | τοὺς | Πειραϊκούς |
| κλητική ὦ! | Πειραϊκέ | Πειραϊκοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πειραϊκώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Πειραϊκοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Πειραϊκός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου Πειραϊκός
Πηγές
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.